μουσούνα

μουσούνα
μουσούνα, ἡ (Μ)
μουσούδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musone ή, κατ' άλλους, από λατ. musa / muza].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μουστουνέα — μουστουνέα, ἡ (Μ) χτύπημα στο πρόσωπο με το χέρι, ανάποδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μούστουνον (< *μούστσουνον από συμφυρμό τών λ. μούτσουνον και μουσούνα / μουσούδα) + κατάλ. έα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”